εισφθείρομαι

εισφθείρομαι
εἰσφθείρομαι (AM)
πάω στον χαμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρεισφθείρομαι — Α τρυπώνω, χώνομαι κάπου για να κερδίσω κάτι και βλάπτω άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσφθείρομαι «ορμώ προς τον όλεθρο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”